- πλαστουργία
- η, ΝΜ [πλαστουργός]1. (ιδίως για αγάλματα) έργο πλαστικής τέχνης2. η πλάση τού ανθρώπου από τον θεόμσν.πλαστογραφία, νόθευση, κιβδηλεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαστουργία — πλαστουργίᾱ , πλαστουργία work of plastic art fem nom/voc/acc dual πλαστουργίᾱ , πλαστουργία work of plastic art fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστουργίας — πλαστουργίᾱς , πλαστουργία work of plastic art fem acc pl πλαστουργίᾱς , πλαστουργία work of plastic art fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστουργίαν — πλαστουργίᾱν , πλαστουργία work of plastic art fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)